- νεοῖ
- νεάωplough uppres opt act 3rd sg (attic epic doric ionic)νεόωrenovatepres ind mp 2nd sgνεόωrenovatepres opt act 3rd sgνεόωrenovatepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νέοι — νέος young masc nom/voc pl νέος young masc/fem nom/voc pl (attic) νέοῑ , νέω swim pres opt act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) νέοῑ , νέω 1 swim pres opt act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) νέοῑ , νέω 2 spin pres opt act 3rd sg (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέοι Επιβάτες — Sp Nèi Epivãtai Ap Νέοι Επιβάτες/Neoi Epivates L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέοι Άγιοι Πάντες — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 99 μ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδας του νομού Φωκίδος … Dictionary of Greek
Νέοι Επιβάτες — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 25 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης … Dictionary of Greek
Νέοι Ψαθάδες — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου … Dictionary of Greek
Άγιοι Πάντες Νέοι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 81 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδας του νομού Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαλαξιδίου … Dictionary of Greek
νέοικον — νέοι masc/fem acc sg νέοι neut nom/voc/acc sg νέοικος newly housed masc/fem acc sg νέοικος newly housed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέοικος — νέοι masc/fem nom sg νέοικος newly housed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… … Dictionary of Greek